φιλές — ο, και φιλέ, το, Ν 1. δικτυωτό πλέγμα που χρησιμοποιείται για να συγκρατούνται τα μαλλιά 2. δίχτυ που χρησιμοποιείται για την κατασκευή παραπετασμάτων 3. (ιδίως) το δίχτυ που διαχωρίζει τις αντίπαλες ομάδες στο βόλεϋ 4. (τυπογρ.) μικρή… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
φιλεδάκι — το, Ν [φιλές] υποκορ. τ. τού φιλές … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
αναδέσμη — ἀναδέσμη, η (Α) [ἀναδέω] κορδέλα που δένει και συγκρατεί τα μαλλιά ή διακοσμητικό δίχτυ γι’ αυτά, φιλές … Dictionary of Greek
αυξησία — Αρχαία θεότητα της γης, που τη λάτρευαν στην περιοχή της Επιδαύρου, γιατί σύμφωνα με την παράδοση είχε σώσει τους κατοίκους της από αφορία και λιμό. Άλλη παράδοση εμφανίζει την Α. παρθένα από την Κρήτη, που ήρθε στην Τροιζήνα με τη φίλη της Δαμία … Dictionary of Greek
δίχτυ — και δίκτυ και δίκτυο και δίχτυο (AM δίκτυον Μ και δίκτυ και δίκτυν) 1. πλέγμα από νήματα ή μετάλλινα σύρματα, τα οποία διασταυρώνονται και αφήνουν τρύπες, βροχίδες, χρήσιμα για τη σύλληψη ψαριών, πουλιών, ζώων 2. οποιοδήποτε δικτυωτό πλέγμα για… … Dictionary of Greek
θεόκριτος — (Συρακούσες 305; π.Χ. – Κως 260;). Ποιητής. Έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Κω και αργότερα πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου γνωρίστηκε με τους σημαντικότερους ανθρώπους των γραμμάτων της εποχής του. Εκτός από ένα αλληγορικό ποίημά του και 24… … Dictionary of Greek
κόσυμβος — και κόσσυμβος, ὁ (Α) 1. κρόσσι ενδύματος, φραμπαλάς 2. φιλές, δίχτυ μαλλιών 3. ταινία με την οποία συγκρατούσαν το κάτω ανασηκωμένο μέρος τής εξωμίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. κοσύμβη] … Dictionary of Greek
μαλλοπλέκτης — μαλλοπλέκτης, ὁ (Μ) δίχτυ για συγκράτηση τών μαλλιών, φιλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλλί + πλέκτης (< πλέκω)] … Dictionary of Greek